- σήσαμο
- το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Ατο σουσάμιμσν.-αρχ.ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.)αρχ.1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου», Στράβ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σήσαματο μέρος τής αγοράς όπου πωλείται σουσάμι3. φρ. «σήσαμον τὸ ἄγριον» — το φυτό κίκι, ρίκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης, πρβλ. τα: ακκαδ. šamaššammu(m), εβρ. šumšon, χεττιτ. šam(m)am(m)a. Η λ. απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sasama)].
Dictionary of Greek. 2013.