σήσαμο

σήσαμο
το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α
το σουσάμι
μσν.-αρχ.
ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου», Στράβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σήσαμα
το μέρος τής αγοράς όπου πωλείται σουσάμι
3. φρ. «σήσαμον τὸ ἄγριον» — το φυτό κίκι, ρίκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης, πρβλ. τα: ακκαδ. šamaššammu(m), εβρ. šumšon, χεττιτ. šam(m)am(m)a. Η λ. απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sasama)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… …   Dictionary of Greek

  • ομόφωκτος — ὁμόφωκτος, ον (Α) αυτός που ψήθηκε ή αποξηράνθηκε μαζί ή συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φωκτός (< φώγω «αποξηραίνω»), πρβλ. ά φωκτος, σησαμό φωκτος] …   Dictionary of Greek

  • σάσαμον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σήσαμο …   Dictionary of Greek

  • σήσαμον — τὸ, ΜΑ βλ. σήσαμο …   Dictionary of Greek

  • σήσαμος — ὁ, Μ το φυτό σήσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. τού σήσαμον] …   Dictionary of Greek

  • σησάμη — ἡ Μ το φυτό σήσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σήσαμον] …   Dictionary of Greek

  • σησαμόπαστος — η, ο / σησαμόπαστος, ον, ΝΑ, και δωρ. τ. σασαμόπαστος Α πασπαλισμένος με κόκκους από σουσάμι, σουσαμάτος, σουσαμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμο(ν) + παστος (< πάσσω «πασπαλίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • σησαμόπολτος — και σησαμοπολτός, ο, Ν παχύρρευστος πολτός από τα σπέρματα τού σουσαμιού, το ταχίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμο «σουσάμι» + πολτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • σουσαμιά — και σησαμιά, η, Ν το φυτό σήσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. ιά (πρβλ. λεμον ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”